ψώρας
Смотреть что такое "ψώρας" в других словарях:
ψώρας — ψώρᾱς , ψώρα itch fem acc pl ψώρᾱς , ψώρα itch fem gen sg (attic doric aeolic) ψώρᾱς , ψωράω pres ind act 2nd sg (attic) ψώρᾱς , ψωράω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίαση — ἡ (ΑΜ ἴασις, Α ιων. τ. ἴησις) [ιάομαι, ώμαι] θεραπεία, γιατρειά («τὰς τῆς ψώρας ἰάσεις», Πλάτ.) μσν. αρχ. 1. απαλλαγή από κάτι (α. «... ὁ Κύριος... δι ἡμᾱς ἄνθρωπος γέγονεν, ὅπως... τῶν παθῶν τῶν ἡμετέρων συμμέτοχος γενόμενος και ἴασιν ποιήσηται» … Dictionary of Greek
ακαρίαση — Σοβαρή νόσος που προσβάλλει τον άνθρωπο, τα ζώα και τα φυτά. Είναι μεταδοτική δερματοπάθεια που προέρχεται από τα παράσιτα ακάρεα, γνωστή περισσότερο ως ψώρα. Τον άνθρωπο προσβάλλει ο σαρκοκόπτης, μικρό ωοειδές ζωάριο, που έχει ράχη με τριχωτή… … Dictionary of Greek
καμηλόψωρα — η βαριά μορφή τής νόσου ψώρας, αλλ. αγριόψωρα, γαϊδουρόψωρα … Dictionary of Greek
λιμόψωρος — λιμόψωρος, ὁ (Α) είδος ψώρας τών ανθρώπων και τών ζώων που οφείλεται σε πείνα ή σε κακή διατροφή («καὶ τοῑς ἀνδράσιν ὁ λεγόμενος λιμόψωρος καὶ τοιαύτη καχεξία», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + ψωρος (< ψώρα), πρβλ. μελάμ ψωρος] … Dictionary of Greek
νορβηγικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Νορβηγία ή στους Νορβηγούς 2. φρ. α) «Νορβηγική θάλασσα» τμήμα τού βόρειου Ατλαντικού Ωκεανού ανατολικά τής Νορβηγίας β) «νορβηγική ψώρα» ιατρ. τύπος ψώρας, με γενίκευση τών δερματικών αλλοιώσεων σε άτομα … Dictionary of Greek
σάπωνας — ο / σάπων, ος, ΝΑ το σαπούνι* νεοελλ. φρ. α) «σάπωνας αμυγδάλου» ή «αμυγδαλοσάπωνας» (φαρμ.) σάπωνας που παρασκευάζεται από αμυγδαλέλαιο και καυστικό νάτριο και χρησιμοποιείται ως έκδοχο διαφόρων φαρμάκων β) «ζωικός σάπωνας» (φαρμ.) σάπωνας που… … Dictionary of Greek
ψωραλέος — α, ο / ψωραλέος, α, ον, ΝΜΑ αυτός που πάσχει από ψώρα, ψωριάρης (α. «ένας ψωραλέος σκύλος» β. «ζῷα μικρὰ καὶ ψωραλέα», Ξεν.) νεοελλ. 1. μτφ. πάμπτωχος, άθλιος, δυστυχής 2. το θηλ. ως ουσ. βλ. ψωραλέα αρχ. (για ασθένεια) αυτός που εμφανίζεται με… … Dictionary of Greek